- στυγνότητα
- [-ης (-ητος)] η1) мрачность, угрюмость, безотрадность; 2) жестокость, беспощадность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στυγνότητα — η / στυγνότης, ητος, ΝΑ [στυγνός] η ιδιότητα, το γνώρισμα τού στυγνού, κατήφεια, σκυθρωπότητα αρχ. το να είναι κανείς μισητός … Dictionary of Greek
στυγνότητα — η ιδιότητα του στυγνού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στυγνότητα — στυγνότης gloominess fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγνότητ' — στυγνότητα , στυγνότης gloominess fem acc sg στυγνότητι , στυγνότης gloominess fem dat sg στυγνότητε , στυγνότης gloominess fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)